Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

11. 3η Επίσκεψη

Ένιωθα τα πόδια μου ασυνήθιστα βαριά παρότι φορούσα αθλητικά μια κι είχε φτιάξει για τα καλά ο καιρός. Με το τζιν παντελόνι και την ανοιξιάτικη μπλούζα είχα μια εμφάνιση μάλλον για καφέ παρά για επίσκεψη στον κύριο Γ. όπου συνήθιζα αν μη τι άλλο στις 2 προηγούμενες επισκέψεις να έχω αρκετά προσεγμένη εμφάνιση. Μάλλον το βάδισμα βάραινε από την προοπτική να θιγούν ακόμη δυσκολότερα θέματα σε αυτή τη συνεδρία. Έφτασα στην ώρα μου ως συνήθως και λίγο νωρίτερα. Κάποιες σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από το μέτωπο σημάδι του καλού καιρού αλλά και της εσωτερικής αγωνίας. Κάθε φορά ήταν σαν την πρώτη, λες και θα έδινα πάλι εξετάσεις το αίσθημα, λες κι έδινα εξετάσεις με άγνωστο θέμα. Κάθισα στην πολυθρόνα του διαδρόμου και περίμενα, το μάτι μου έπεσε σε ένα πίνακα του χώρου, θαλασσογραφία το θέμα, ένα καραβάκι στο βάθος, ήρεμη θάλασσα προς τη στεριά, μια υποψία κύματος και σύννεφων στο βάθος, χρώματα από ανοιχτά και γαλήνια μέχρι βαριά και μουντά στο βάθος, δεν ήξερες αν ξημέρωνε η μέρα ή αν έδυε, όλα δισυπόστατα σαν τη διάθεσή μου. Η βαριά φωνή του διέκοψε τις σκέψεις μου:
Γ.: Μπορείτε να περάσετε κύριε Α.
Α.: (περιέργως με άνεση στα βήματα και στο κάθισμα στην πολυθρόνα): Καλησπέρα κύριε Γ.
Γ.: Πως ήταν η εβδομάδα που περάσατε; (μάλλον ερώτηση σπασίματος του πάγου και των εσωτερικών μου σκέψεων)
Α.: Θα την έλεγα καλή, στα πλαίσια της καθημερινότητας, ξέρετε, λίγο διάβασμα, κάποιες βόλτες, ένα σινεμά, τέτοια πράγματα
Γ.: Μάλιστα, από σκέψεις σχετικά με τη σημερινή σας επίσκεψη;
Α.: Αν σας έλεγα ότι δεν την σκεφτόμουν θα έλεγα ψέμματα και κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καλό για τη συνέχεια, έτσι γιατρέ μου;
Γ.: Σαφώς κι όχι, πείτε μου αγαπητέ μου λοιπόν, τι πιστεύετε για το θάνατο; Θέλω να μου πείτε αρχικά αν τον σκέφτεστε ως τέλος ή ως νέα αρχή;
Α.: Αρχικά ως τέλος, τουλάχιστον υλικά. Σίγουρα για εμάς που μένουμε πίσω, αν και τελευταία και διαβάζοντας αρκετές Ανατολίτικου τύπου αναφορές όσον αφορά την ψυχή και τις μετενσαρκώσεις πιστεύω για τον ίδιο τον θανόντα μπορεί να είναι και καλύτερα τα πράγματα
Γ.: Έχετε βιώσει απώλεια κοντινού σας ανθρώπου ήδη σε πολύ μικρή ηλικία απ' ότι έχουμε ήδη πει, οι γονείς σας έχουν προσπαθήσει να σας κρατήσουν μακρυά από το θέμα αυτό ή το έχετε συζητήσει;
Α.: Χωρίς να είναι θέμα ταμπού γενικά, νιώθω ότι με προστατεύουν από το συγκεκριμένο, δεν με είχαν πάει μέχρι κάποια ηλικία σε κηδεία, ενώ σαν θέμα γενικά δεν έρχεται και τόσο στη συζήτηση
Γ.: Πείτε μου για την πρώτη φορά που πήγατε σε κηδεία, πως το εισπράξατε;
Α.: Ήμουν 14 ετών, 1η Γυμνασίου συγκεκριμένα, εγώ μαζί με άλλους 4-5 συμμαθητές επιλεχθήκαμε από τον Γυμνασιάρχη (ως τα καλά παιδιά της τάξης μας προφανώς) να παραστούμε ως αντιπροσωπεία στην κηδεία του παπά της ενορίας μας. Εμείς βέβαια το είδαμε ως μια χαρά πρόφαση για ημι-κοπάνα μετά αδείας. Οπότε με το που φτάσαμε στο μνήμα για επικήδειους κλπ δημιουργούμε πηγαδάκι κι αρχίζουμε αστεία, πειράγματα και γέλια. Ευτυχώς δεν μας πήραν χαμπάρι, αλλά νομίζω ότι από εκεί και πέρα άκουγα κηδεία κι έλεγα εντάξει, πάμε να γελάσουμε τώρα
Γ.: Το ότι δεν δεχτήκατε κάποια επίπληξη δε σημαίνει ότι πράξατε και το σωστό έτσι; επίσης δεν μπορώ να δεχτώ ότι το παραπάνω γεγονός σας σημάδεψε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να βλέπετε την κάθε είδους απώλεια με αδιαφορία ή με γέλιο και χαρά
Α.: Δηλαδή; τι εννοείτε;
Γ.: Ότι παρότι ήταν η πρώτη άμεση επαφή με νεκρό και την τελετουργία ταφής του εσείς προτιμήσατε να διακωμωδήσετε το γεγονός παρά να σταθείτε και να το αντικρίσετε κατάματα, κάτι σαν εθελοτυφλία αν με καταλαβαίνετε
Α.: Ναι σας καταλαβαίνω, αλλά δεν καταλαβαίνω το γιατί να το κάνω αυτό
Γ.: Πείτε μου, όταν είστε μόνος, ας πούμε πριν κοιμηθείτε, κάνετε σκέψεις περί θανάτου, ας πούμε των γονιών σας;
Α.: Η αλήθεια είναι ότι ναι, έχω κάνει τέτοιες σκέψεις, για την ακρίβεια φτιάχνω σενάρια για το πως θα είναι η ζωή μου χωρίς αυτούς και τι πρέπει να κάνω για να τα καταφέρω
Γ.: Θα θέλατε λοιπόν να μου μιλήσετε για αυτά τα σενάρια; έχει πολύ ενδιαφέρον να σας ακούσω να μιλάτε για αυτά
 

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

10. Προσπάθεια

Βγαίνοντας από το γραφείο του γιατρού νόμιζα ότι παραπατώ. Με φόβισε το κλείσιμο αυτής της συνεδρίας, τι εννοούσε ότι θα ματώσουμε πραγματικά; Αν θεωρούσε ότι το να ανοιχτώ τόσο στις δυο πρώτες συνεδρίες δεν ήταν τίποτα, μήπως δεν άξιζε τον κόπο να συνεχίσω; Από την άλλη δεν είχα ούτε τις εμπειρίες ούτε την δύναμη να μπορέσω να κάνω αυτοανάλυση τότε. Ο κολλητός φίλος σπούδαζε σε άλλη πόλη, με την οικογένεια δεν υπήρχε περίπτωση να συζητήσω τέτοια θέματα, οπότε δε μου έμεναν και πολλές επιλογές, ένιωθα ότι έπρεπε να ολοκληρώσω αυτό που είχα αρχίσει. Αν θεωρητικά είχαμε εξαντλήσει το θέμα μεταφυσικής και παρόμοιων φαινομένων θα περνούσαμε στα δυσκολότερα, το θέμα θανάτου, απώλειας γενικότερα και τις μη συνηθισμένες αντιδράσεις μου απέναντι σε τέτοια γεγονότα. Μα τι να πω και τι να εξηγήσω για αυτό; Μάλλον θα άκουγα περισσότερο και θα μίλαγα λιγότερο για το συγκεκριμένο, εκτός… εκτός κι αν οδηγούσε και πάλι τα πράγματα κάπου εντελώς διαφορετικά από αυτό που περίμενα.
Περπατούσα για περισσότερο από μία ώρα και συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει τη μισή απόσταση για το σπίτι με τα πόδια. Αποφάσισα να συνεχίσω έτσι, το απόγευμα ήταν γλυκό κι οι μυρωδιές της Άνοιξης από κάποιους κήπους (λεμονιές, πασχαλιές κι γλιτσίνιες) με έκαναν να αναθαρρήσω. Ανέκαθεν αυτή ήταν η αγαπημένη μου εποχή κι απαλλαγμένος από τις αλλεργίες που με κατέτρεχαν για αρκετά χρόνια μπορούσα να την απολαμβάνω όπως μου άρεσε. Λίγο η διάθεση που άρχισε να φτιάχνει, λίγο από πείσμα ότι έπρεπε επιτέλους να τελειώσω κάτι που άρχιζα (συνήθιζα γενικά να αφήνω μισοτελειωμένα αρκετά πράγματα) αποφάσισα να πάω κανονικά στην επόμενη επίσκεψη προετοιμασμένος για το δυσκολότερο. Δεν είχα να κρύψω κάτι, το ιατρικό απόρρητο με καθησύχαζε κι ήμουν σίγουρος ότι μετά από λίγο καιρό δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναέβλεπα, οπότε ακόμη κι αυτά που κρατούσα ίσως κρυφά από τον εαυτό μου θα παρέμεναν έτσι για τον κοινωνικό μου περίγυρο.
Βοηθώντας μια ηλικιωμένη κυρία να περάσει το φανάρι κι εισπράττοντας τις ευχές της, πήρα μια βαθιά ανάσα και την βεβαιότητα ότι η ζωή είναι πολύ όμορφη για να την καταδικάζω χωρίς να προλάβω να την ζήσω όπως πρέπει.

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

9. 2η Επίσκεψη, λήξη

A.: Εντάξει, είναι λίγο περίεργο και δύσκολο συνάμα να το αναλύσω αυτό...
Γ.: Πάρτε τον χρόνο σας κι όταν αισθανθείτε άνετα μιλήστε μου
Α.: Δεν τον κοιτούσα, έβλεπα τα βιβλία πίσω του, την πένα που κρατούσε πάντα και σημείωνε κάποιες στιγμές, όμως μετά από λίγο προσπαθούσα μέσα από τα μάτια του να σκεφτώ τι περνούσε από το μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Ήταν δύσκολο πολύ, σαν να είχε βάλει ένα τοίχο ανάμεσά μας, κάτι που θεωρούσα ότι έκανε ούτως ή άλλως, όμως αυτή τη φορά σα να καταλάβαινε το παιχνίδι μου και δεν ήθελε να γίνει πιόνι σε αυτό.
Άρχισα να λέω χωρίς σιγουριά: να, μερικές φορές σα να διαβάζω τη σκέψη του άλλου, για την ακρίβεια αυτού που έχω απέναντί μου, κάποιες στιγμές συμβαίνει ηθελημένα, άλλες ακούσια. Στην αρχή με φόβιζε, κατόπιν το είδα σαν παιχνίδι, αλλά όπως και να το κάνουμε δεν είναι πάντα ενδεδειγμένο. Ας πούμε στην περίπτωση που διακρίνω αρνητικότητα ή και ψέμα στη σκέψη του άλλου με χαλάει, όταν απλά βλέπω ένα προβληματισμό του σχετικά με κάποιο θέμα προσπαθώ να βοηθήσω... 
Γ.: Το έχετε δοκιμάσει κι ηθελημένα; ας πούμε έχετε πει ποτέ σε κάποιον σκέψου κάτι κι εγώ θα σου πω τι σκέφτεσαι;
Α.: Ναι, μου έχει συμβεί με τον αδελφό μου. Ήμασταν ξαπλωμένοι σε απέναντι κρεβάτια, τα φώτα σβηστά, ήξερε για τις ιδιαιτερότητές μου... Μου είπε γιατί το φοβάσαι; αφού σου συμβαίνει δεν μπορεί να είναι κακό, προσπάθησε να διαβάσεις τι σκέφτομαι... Έκλεισα τα μάτια μου κι άφησα τη σκέψη μου να κάνει βόλτες αδειάζοντας από ότι με προβλημάτιζε εκείνη τη στιγμή. Του είπα: άσε τζίφος, κάτι στάχυα βλέπω και μια γυναίκα που φορά μια ρόμπα και τα κρατά... Μου λέει: πλάκα κάνεις; είσαι ακριβώς μέσα στο μυαλό μου, με προβληματίζει το μέλλον στη δουλειά μου και το έμβλημα είναι το στάχυ κι η Δήμητρα...
Έκτοτε το έχω κάνει αρκετές φορές σε ανυποψίαστα "θύματα", που αρνούμαι να αποκαλύψω είτε σε κείνους είτε σε μένα. Από τη μια με φοβίζει η παραδοχή ότι μπορώ να διαβάζω τη σκέψη από την άλλη με ιντριγκάρει να ανακαλύπτω ότι έχω δίκιο χωρίς να το συζητώ.
Γ.: Εντάξει, η δύναμη του μυαλού όντως είναι ανεξερεύνητη ακόμη, μη νομίζετε, κι η δική μου επιστήμη αυτό προσπαθεί να εξηγήσει... Πείτε μου όμως, πέραν αυτού σας έχουν συμβεί κι άλλου είδους περιστατικά τα οποία θα καταχωρούσατε στα όρια του μεταφυσικού ή έστω του ανεξήγητου;
Α.: Ναι, θα έλεγα η αίσθηση της παρουσίας που συχνά νιώθω κοντά ή και δίπλα μου, οκ, τώρα θα με πάρετε για εντελώς αλλού έτσι;
Γ.: Κάθε άλλο, σας ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, εννοείτε άυλη παρουσία;
Α.: Περίπου, δε μιλώ για φαντάσματα, ούτε για μετακινήσεις αντικειμένων, αλλά για την αίσθηση ότι κάποιος που δεν βρίσκεται κοντά μου σωματικά, βρίσκεται με έναν άλλο τρόπο.
Γ.: Ναι, αλλά μιλάμε για νεκρούς ή ζωντανούς;
Α.: ... και οι δύο περιπτώσεις γιατρέ μου, κι οι δύο...
Γ.: Και που πιστεύετε ότι όλα αυτά μπορεί να επηρεάζουν την αντίθετη αντίδρασή σας με αυτό που είναι "κοινωνικά" αποδεκτό;
Α.: Δεν ξέρω, ούτε καν ξέρω πως οδηγήθηκε η κουβέντα εδώ, ήλπιζα ότι εσείς θα δίνατε τις απαντήσεις κι εγώ απλά θα έλεγα τα πράγματα που μου συμβαίνουν
Γ.: Εννοείται ότι θα σας οδηγήσω κάπου, αλλά πρέπει να βρείτε γιατί προκαλούνται αυτές οι αντιδράσεις από μέρους σας κι αν όλα αυτά που λέμε μεταξύ μας έχουν σχέση με αυτές σας τις αντιδράσεις, εν τέλει νιώθετε ξεχωριστός; ιδιαίτερος; σαν να μην ανήκετε σε αυτό το κοινωνικό σύνολο που σας περιβάλει;
Α.: Κάπως σαν να με λέτε "ψώνιο" μου ακούγεται αυτό; πάντως ναι, νιώθω αλήθεια ξεχωριστός, όχι ότι μου έχει ανατεθεί κάποια ειδική αποστολή, αλλά πιστεύω πως ξεχωρίζω και σαν σκέψη και σαν οντότητα, είναι κακό αυτό;
Γ.: Κακό ή καλό δεν είμαι σε θέση να το χαρακτηρίσω, από τη στιγμή που θέτετε εαυτό σε ένα κάποιο επίπεδο δεν έχω την πρόθεση να σας αποκαθηλώσω από εκεί, αυτό που θέλω να κάνω είναι να μπορέσετε να ανοιχτείτε πραγματικά, όλα μου τα λέτε περίπου, δεν ανοίγεστε πλήρως, σα να κρατάτε για τον εαυτό σας το τελικό αποτέλεσμα ή αν θέλετε τη διάγνωσή μου, μήπως αλήθεια προσπαθείτε να διαβάσετε και τη σκέψη μου;
Α.: (χωρίς να αφήσω να φανεί η αρχική μου έκπληξη) προς θεού, γιατί να το κάνω αυτό; να βοηθηθώ ήρθα δεν ήρθα για επιβεβαίωση...
Γ.: Σας περιμένω οπότε την επόμενη εβδομάδα ίδια ώρα, μέχρι τότε σκεφτείτε αυτά που είπαμε κι ετοιμαστείτε να με ακούσετε περισσότερο και να μιλήσετε λιγότερο...
Α.: Πετάχτηκα σαν ελατήριο και χαιρετώντας με σχεδόν γυρισμένη την πλάτη ακούω να λέει
Γ.: Α, κι ετοιμαστείτε να ματώσουμε πραγματικά την επόμενη φορά, όσο κι αν σας προκαλεί απέχθεια το αίμα, θα πρέπει να φτάσουμε μέχρι εκεί, δεν έχετε και πολύ καιρό εξάλλου να ασχοληθείτε μαζί μου, έτσι δεν είναι;
 ≈

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

8. 2η Επίσκεψη, συνέχεια

-Α: Η ιστορία λοιπόν έχει ως εξής: περίπου 3 και κάτι ήμουν, σε μονοήμερη εκδρομή στην Αίγινα, δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα από την περιήγηση και το ίδιο το νησί, αλλά αυτή η σκηνή μου έχει μείνει ανεξίτηλη. Στο λιμάνι του νησιού περπατάμε οικογενειακώς, εγώ κοντοστέκομαι σε πλανόδιο γέροντα που πουλούσε εικόνες του Αγίου Νεκταρίου, οι δικοί μου κάτι άλλο χάζευαν λίγα μέτρα πιο κάτω, θυμάμαι ακόμη το βλέμμα και την μορφή του, μου χαμογελάει και μου δίνει μια μικρή εικόνα του Αγίου σε ξύλο και ασήμι, του λέω (πάντα ετοιμόλογος ομολογώ): δεν έχω χρήματα εγώ, να ζητήσω από τους γονείς μου, κρατώντας την εικόνα πήγα προς τους δικούς μου, τους δείχνω την εικόνα και λέω ότι θέλω τόσες δραχμές για να την αγοράσω, με πιάνουν από το χέρι και κατευθυνόμαστε εκεί που ήταν ο πάγκος του γέροντα...
-Γ: το παράδοξο που είναι;
-Α: όταν έφτασα με τους δικούς μου στο σημείο που ήταν στημένος ο πάγκος δεν υπήρχε τίποτα... ούτε πάγκος ούτε γέροντας...
-Γ: το θεωρείτε ένα είδος θαύματος, ένα σημάδι ίσως; πιστεύετε γενικά;
-Α: Γενικά πιστεύω, ίσως αιρετικά, ας πούμε δεν παραδέχομαι όλα τα μυστήρια ή τις γραφές, αλλά ναι, πιστεύω, όσο αν το θεωρώ θαύμα όχι, απλά ανεξήγητο... δεν μπορώ να το κατατάξω, και φανταστείτε ότι γενικά είμαι άνθρωπος της λογικής
-Γ: Παράλογο δεν θα σας αποκαλούσα για κανένα λόγο πάντως, μήπως όμως τα πράγματα έγιναν κάπως αλλιώς και σας εντυπώθηκε για κάποιο λόγο το περιστατικό με αυτό τον τρόπο; το έχετε συζητήσει έκτοτε με τους δικούς σας ή με άλλον;
-Α: Όχι ποτέ, θεωρούσα ότι θα με έβρισκαν τρελό ή φαντασιόπληκτο στην καλύτερη, για μένα όμως είναι γεγονός
-Γ: Ωραία, έχουμε λοιπόν στην πρώιμη ηλικία σας: ένα θάνατο, ένα - αν όχι θαύμα - μεταφυσικό φαινόμενο κι ένα σοβαρό ατύχημα. Πόσο θεωρείτε ότι αυτά τα γεγονότα στιγμάτισαν την μετέπειτα ζωή σας;
-Α: με τη σειρά που με ρωτάτε θα μπορούσα να πω: ο θάνατος από τότε αν κι επώδυνος ως γεγονός μου φαίνεται κάτι φυσικό, το μεταφυσικό πάλι μου έχει περάσει ως αίσθηση και κάθε τόσο επαναλαμβάνεται πιστεύω χωρίς να το επιδιώκω, όσο για το ατύχημα περισσότερο μου άφησε το πρόβλημα της θέας του αίματος και της απέχθειάς μου για αυτό.
-Γ.: Σίγουρα θα εμβαθύνουμε σε όλα τα παραπάνω, αλλά προτείνω να ξεκινήσουμε με αυτό που θεωρείτε αρχικά ότι σας συμβαίνει συχνότερα - και μάλιστα χωρίς να το επιδιώκετε, περί μεταφυσικού λοιπόν η ερώτησή μου, πως το βιώνετε ας πούμε και πως αντιδράτε όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο;

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

7. Απόφαση - 2η Επίσκεψη

Έφαγα βιαστικά χωρίς διάθεση για κουβέντες πολλές. Η μάνα πάλι βλέποντας τη διάθεση δεν έδωσε και πολύ σημασία έχοντας συνηθίσει σε τέτοια συμπεριφορά από μένα τον τελευταίο καιρό. Μια η αποτυχία μου να περάσω στις Πανελλαδικές κι η εκ νέου προσπάθειά μου, μια η ύστερη εφηβική μου επαναστατικότητα αν μη τι άλλο μου έδιναν το άλλοθι της ησυχίας και αποκλεισμού από τα γύρω. 
Εγώ πάλι το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τι θα πω στην επόμενη συνεδρία. Τι θα με ρωτούσε, τι θα απαντούσα, φανταστικά σενάρια που μόνο μπροστά δεν με πήγαιναν.
Σα νεράκι πέρασε πάντως αυτή η βδομάδα, οι κολλητοί φίλοι είχαν ήδη περάσει σε κάποια σχολή κυρίως της επαρχίας, γκομενικά δεν έπαιζε και κάτι σοβαρό, οπότε με λίγο διάβασμα, λίγη μουσική, σκόρπια σινεμά και πολλές σκέψεις έφτασα και πάλι στο κατώφλι του γραφείου του.
-Γ.: Καλώς ήρθατε κύριε Α., πως είστε;
-Α: καλά γιατρέ, ήρεμα.
-Γ: Πολύ ωραία, ας αρχίσουμε, σκεφτήκατε μήπως αυτή τη βδομάδα το ενδεχόμενο να μην ξανάρθετε;
-Α: η αλήθεια είναι ότι το σκέφτηκα αρκετές φορές, από την άλλη δε μ' αρέσει να τα παρατάω έτσι εύκολα, είναι πολύ νωρίς να βγάζω συμπεράσματα και να βγάζω τέτοιες αποφάσεις, δε βρίσκετε;
-Γ.: Σαφώς έτσι είναι, η άρνηση όμως είναι πολύ σύνηθες στο επάγγελμά μου, δεν θα σας παρεξηγούσα αν νιώθατε άσχημα ήδη από την πρώτη φορά
-Α.: χμμμ, μάλλον θα πρέπει να με κάνει να ανησυχώ αυτό που είπατε, τα χειρότερα έρχονται δηλαδή;
-Γ.: Τουναντίον, τα καλύτερα έρχονται, ας μην μακρηγορούμε όμως, πείτε μου τι σκέφτεστε για το θάνατο, για την απώλεια, έχετε νιώσει ποτέ από κοντά τη ζωή που φεύγει;
-Α.: μέχρι τώρα και εκτός του γεγονότος που σας περιέγραψα με τον αδελφό μου, που τελικά είχε ευτυχή κατάληξη, το μόνο πολύ κοντινό περιστατικό θανάτου ήταν με τον παππού μου, τον πατέρα του πατέρα μου...
-Γ.: Σας ακούω
-Α.: Πολύ μικρότερος από την προηγούμενη αφήγηση, περίπου 2 και κάτι, ήμασταν οι δύο μας κάτω από τη μυγδαλιά, προφανώς έλεγε τα δικά του παραμύθια, κάτι μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, λίγο τον άκουγα λίγο έπαιζα, όπως και να είχε σου ήταν αδύνατον να περνά απαρατήρητος, είχε κάτι μοναδικό σαν άνθρωπος, σε κάποια στιγμή ψελλίζει: φώναξε τη γιαγιά να μου φέρει το οινόπνευμα, γύρισα και τον κοίταξα, η γνωστή λάμψη στα μάτια του σαν να είχε χαθεί, έτρεξα όσο γρηγορότερα μπορούσα, την τράβηξα από τη φούστα επαναλαμβάνοντας: το οινόπνευμα, ο παππούς, δεν είναι καλά, γρήγορα, η θεία κι τα μεγαλύτερα ξαδέλφια με κράτησαν πίσω, δεν τον ξαναείδα, ποτέ όμως, μου έμεινε εκείνη η φωτεινή και σκοτεινή ταυτόχρονα ανάμνηση, σε ένα χειμωνιάτικο δυνατό ήλιο κάτω από την αγαπημένη μου μέχρι και τώρα μυγδαλιά, να επαναφέρω όσες περισσότερες στιγμές μπορώ και να πλάθω δικές μου ιστορίες. Ο παππούς ήδη αδύναμος από της κακουχίες του παρελθόντος δεν άντεξε. Εννοείται δεν βρέθηκα στην κηδεία, ίσως καλύτερα, θα τον θυμάμαι για πάντα ζωντανό. Δεν μου αρέσει η όψη των πεθαμένων, αυτό το μακιγιάζ που τους κάνουν για να δείχνουν περίπου ζωντανοί, πολύ ξένο, πολύ ψεύτικο...
-Γ.: Μάλιστα, μια μάλλον απόμακρη και ταυτόχρονα κοντινή σχέση με το θάνατο λοιπόν, και σίγουρα σε μια τρυφερή και δύσκολη περίοδο της ζωής σας στη διαχείριση ενός τέτοιου γεγονότος, φαντάζομαι όλη η παραπάνω σκηνή περισσότερο από αφηγήσεις σας έχει μείνει παρά από προσωπική σας απεικόνιση
-Α.: κάθε άλλο, σχεδόν ποτέ δεν γινόταν αναφορά για το συγκεκριμένο γεγονός, είναι κάτι που έχω κρατήσει για μένα, αν θέλετε η πιο δυνατή ανάμνηση που είχα από τον παππού μου, και σίγουρα η πρώτη μου πραγματική δυνατή εικόνα που έχω συγκρατήσει από τα παιδικά μου χρόνια. Πολλά άλλα που μου περιγράφουν οι δικοί μου, είτε περιστατικά είτε σκανταλιές κι αστεία, δεν τα θυμάμαι καθόλου, πέρασαν ως αφηγήσεις και τα μετέτρεψα σε εικόνες, μα αυτή ήταν πραγματική εικόνα κι εμπειρία που έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα
-Γ.: Καλώς, αν δεν έχετε αντίρρηση πείτε μου αν θυμάστε κάποιο άλλο αξιοσημείωτο γεγονός της ζωής σας μεταξύ θανάτου του παππού κι ατυχήματος του αδελφού σας
-Α.: Υπάρχει κάτι, είναι όμως τόσο περίεργο ως γεγονός που πολλές φορές δεν ξέρω αν μπορώ να το εκμυστηρευτώ χωρίς να με περάσουν για εντελώς τρελό...
-Γ.: Έχετε ήδη κεντρίσει το ενδιαφέρον μου...

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

6. Σκέψεις

Ανάμικτα συναισθήματα με κατέκλυζαν με το που έφυγα από το γραφείο του γιατρού. Από τη  μια ξαλαφρωμένος που είχα βγάλει κάποια πράγματα τα οποία μέχρι τότε συζητούσα μόνο με τον εαυτό μου, από την άλλη η αίσθηση του ανικανοποίητου. Το ήξερα ότι μάλλον βιαζόμουν να πάρω απαντήσεις από το πρώτο ραντεβού, αλλά σε αυτή την ηλικία όπως και να το κάνεις όταν θέλεις κάτι, το θέλεις άμεσα.
Παρατήρησα εκ των υστέρων ότι περπατώντας δεν κοιτούσα σε ευθεία με τα μάτια όπως έκανα συνήθως, αλλά είτε κάτω είτε πιο πάνω, όχι ενδιάμεσα πάντως. Παρότι δεν είχα σαφή εξήγηση για το γεγονός και μόνο που το σκεφτόμουν άρχισε να σημαίνει κάτι για μένα. Ένα είδος ενδοσκόπησης που κάποτε έκανα ασυνείδητα άρχισε να περνά στο συνειδητό. Ξεκίνησα να προσέχω διαφορετικά όλες τις κινήσεις που έκανα: από τον τρόπο που περπατούσα, πως κινούσα τα χέρια, τι παρατηρούσα και πότε κι όλα αυτά σε πλήρη εναρμόνιση με το περιβάλλον. Σίγουρα είχε παίξει ρόλο κι η συζήτηση που είχα πριν λίγες ημέρες με την μετέπειτα κουμπάρα και τότε πολύ φίλη την Τ. Είχε μόλις γυρίσει από Αγγλία που σπούδαζε και μου περιέγραφε κάποια αντίστοιχη εμπειρία με ένα συμφοιτητή της από τον Άγιο Μαυρίκιο ο οποίος την προέτρεπε να βιώνει την κάθε στιγμή και την κάθε της αντίδραση, κίνηση, νεύμα, μορφασμό κι ότι μπορεί να φανταστεί κανείς σε πλήρη συνείδηση, για παράδειγμα: χασμουριέμαι, δηλαδή είτε μου λείπει οξυγόνο είτε νυστάζω πολύ ή μόλις ξύπνησα, που σημαίνει ότι ανοίγω το στόμα διάπλατα, οι μύες του προσώπου τραβιούνται προς τα πίσω, πιθανόν να συνοδεύεται από αντίστοιχο τέντωμα των χεριών προς τα πάνω και πίσω ενώ τα αυτιά ουσιαστικά χάνουν την απόλυτη επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον. Το είχα ακούσει ως αστείο αρχικά, μετά προσπαθώντας να το βιώσω το βρήκα από κουραστικό έως αδύνατο, όπως και να είχε πέρασε στο πίσω μέρος του μυαλού και να που βρήκε τη στιγμή να περάσει ως πράξη στη ζωή μου.
Οι σκέψεις μου όμως από την πρώτη επίσκεψη ήταν πραγματικά ένα κουβάρι. Πως θα ήταν δυνατό να αφεθώ και να βοηθηθώ από ένα άνθρωπο, έστω επαγγελματία, χωρίς να πληγωθώ εκ νέου; Δεν θα ήταν εύκολο είτε να ανασύρω μνήμες και να θυμηθώ γεγονότα που με τραυμάτισαν και με σημάδεψαν είτε να φτάσω σε σημείο να παραδεχτώ πράγματα που ούτε που φανταζόμουν ότι μου συμβαίνουν. Ήξερα καλά πως μια μεγάλη σύγκρουση φαινόταν να έρχεται κι έπρεπε να φανώ έτοιμος να την αντιμετωπίσω. Τα όπλα μου λίγα, κάποια βιβλία, λίγες αφηγήσεις παρόμοιων συναντήσεων πολύ κοντινών μου προσώπων και φυσικά οι ταινίες του Άλλεν αλλά και του Μπέργκμαν και Ταρκόφκσι.
Ο δρόμος μου για το σπίτι κι η συνάντηση με τους γονείς μου φάνηκε μια μικρή Οδύσσεια... Ατελείωτος και λυτρωτικός μαζί, ανακαλύπτοντας μέσα από επίπονες προσπάθειες και βηματισμούς: τώρα φέρνω το αριστερό πόδι μπροστά, τώρα το δεξί, γυρίζω το κεφάλι δεξιά, στέκομαι και περιμένω το φανάρι να περάσω απέναντι, τα μάτια μου χάνονται στον ορίζοντα και τον ήλιο που δύει, τα αυτοκίνητα περνούν, δεν γίνεται να μην σκέφτομαι τη σκηνή που το αυτοκίνητο σέρνει τον αδελφό μου, δεν είναι τυχαίο που ποτέ μου δεν πήρα δίπλωμα - δεν έμαθα να οδηγώ - αλλά και δεν έχω την αίσθηση του κινδύνου ακόμη και στις πιο ακραίες περιπτώσεις όταν βρίσκομαι συνοδηγός: απλά με έχει παγώσει το θέμα του αυτοκινήτου κι ότι αυτό συνεπάγεται στον βαθμό του αδιάφορου βλέμματος κι όψης που είχα όταν συνέβη το ατύχημα...
Έστριψα το κλειδί προς τα δεξιά κι άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα παπούτσια μου στο πατάκι της εξώπορτας.
- Καλησπέρα, ψέλλισα,
- καλώς τον, απάντησε η μητέρα με χαμόγελο, πεινάς; έχει γεμιστά που σ' αρέσουν...

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

5. Πρώτη επίσκεψη, λήξη

...Ο αδελφός μου με άφησε από το χέρι και προσπάθησε να περάσει απέναντι. Δεν υπολόγισε την ταχύτητα του αμαξιού που ερχόταν. Εγώ δεν ξέρω γιατί δεν τον ακολούθησα. Το αμάξι κι ο αδελφός μου χάθηκαν από το οπτικό μου πεδίο. Όλος ο δρόμος βάφτηκε κόκκινος. Η μάνα μου που παρακολουθούσε από το παράθυρο έβγαλε μια κραυγή. Το ίδιο κι η θεία μου με την ξαδέλφη μου που έστριψαν εκείνη την ώρα από τη γωνία. Η γιαγιά μου πετάχτηκε από απέναντι έντρομη. Κι εγώ στεκόμουν εκεί, ακίνητος σαν άγαλμα. Ούτε φωνή, ούτε κλάμα, καμιά αντίδραση. Μου φάνηκε ατελείωτη η διαδρομή. Το αυτοκίνητο που είχε πάρει από κάτω τον αδελφό μου σταμάτησε τελικά μετά από σχεδόν 200 μέτρα... Λίγο πριν φτάσει στις γραμμές του τραίνου. Όλος ο δρόμος κόκκινος, κι εγώ άσπρος. Έκτοτε και μόνο η θέα του αίματος μου προκαλούσε μια λιποθυμία, μια απέχθεια, δεν ξέρω πως να το εκφράσω. Όμως η έκφραση του συναισθήματος έλλειπε. Δεν το έβγαλα με τίποτα. Όχι μόνο στη συγκεκριμένη στιγμή αλλά κι αργότερα. Στο νοσοκομείο που για μήνες περιμέναμε το θαύμα. 
Αργότερα που το θαύμα έγινε κι επέστρεψε στο σπίτι ο αδελφός, μπορεί τίποτα να μην ήταν όπως πριν, αλλά ήταν ζωντανός. Μπορεί να μας έβλεπε σαν αρκούδες κι άλλα ζώα, αλλά απ' ότι μας έλεγαν θα το ξεπερνούσε. Κι εγώ; Αρχικά με ανέλαβε η γιαγιά (εννοείται η μάνα μου περνούσε μερόνυχτα στο νοσοκομείο), έπρεπε να φανώ δυνατός και αυτάρκης από μικρός, μάθημα ζωής σε τρυφερή ηλικία. Δε με πείραζε που από τα πρωτεία του δευτερότοκου περνούσα σε ρόλο κομπάρσου, ούτε που σκέφτηκα ότι δεν έβγαζα την στεναχώρια μου γιατί θα προσέθετα απλώς σε αυτή των δικών μου. Πόσο μάλλον που άρχισα να εμφανίζω κόντρα αισθήματα στην εξωτερική αντίδραση σε σχέση με αυτά που αισθανόμουν. 
-Γ: Αν καταλαβαίνω, πέραν των άλλων σας ενόχλησε κι η "απώλεια" ενδιαφέροντος από τους γονείς σας; Δηλαδή, σίγουρα έχοντας να αντιμετωπίσουν ένα τόσο μεγάλο θέμα, σας θεώρησαν αυτάρκη ή χειρότερα δευτερεύουσας σημασίας ίσως;
-Α: Η αλήθεια είναι ότι δεν το είχα σκεφτεί έτσι μέχρι να το αναφέρετε. Αλλά ναι, μάλλον κάπως έτσι είχαν τα πράγματα. Έπρεπε να φανώ δυνατός κι αυτόνομος από τα πέντε μου. Είχε τα καλά του, αλλά μάλλον περισσότερα ήταν τα κακά στη συγκεκριμένη περίπτωση...
-Γ: Προσδιορίστε παρακαλώ τα άσχημα
-Α: Ας πούμε την έλλειψη της παιδικής ηλικίας. Τα βάρη που επωμίστηκα ξαφνικά με έβαλαν στα βαθιά από νωρίς. Δε με θυμάμαι να παίζω ανέμελα. Ακόμη και στο σχολείο εκείνη την περίοδο το μόνο που σκεφτόμουν ήταν η ανάκαμψη του αδελφού μου και πως να είμαι επιμελής ώστε να μην φέρω κι άλλα εμπόδια στους δικούς μου. Έπρεπε και να δείχνω και να είμαι αυτάρκης. Εκ των υστέρων μου βγήκε σε καλό, αλλά τότε...
-Γ: Αισθανθήκατε παραμελημένος κάπως; Για να επιδείξετε τέτοια δυναμική σε τόσο μικρή ηλικία κάποια παράλληλα γεγονότα πρέπει να έπαιξαν το ρόλο τους.
-Α: Δεν είμαι σίγουρος αν οφείλεται στις αφηγήσεις της γιαγιάς (και δεύτερης μάνας) που ξεριζώθηκε στα 14 από τη Μικρά Ασία κι ήρθε πρόσφυγας με ένα μπόγο ρούχα σε μια άγνωστη νέα πατρίδα ή από την ίδια την αυτοσυντήρηση, αλλά γεγονός είναι ότι βλέποντας τώρα πως αντέδρασα απορώ κι εγώ.
-Γ: Ας περάσουμε όμως στην ουσία, η έλλειψη εξωτερικής έκφρασης κι αντίδρασης σε σχέση με αυτά που αισθανόσασταν συνέχισε για μεγάλο διάστημα;
-Α: Τι μεγάλο γιατρέ μου; μέχρι τώρα το ίδιο γίνεται...
-Γ: Θα μου περιγράψετε τότε το επόμενο σημαντικό γεγονός που θυμάστε στην επόμενη συνεδρία μας, προς στιγμήν ο χρόνος σας τελείωσε.
Ένοιωσα ταυτόχρονα λυτρωμένος κι ανικανοποίητος, μου φάνηκε πολύ σύντομη αυτή η πρώτη φορά. Δηλαδή τι κέρδισα τώρα; σκέφτηκα, αυτά τα αναπαράγω και μόνος κάθε τόσο, τι λύση μου έδωσε; Από την άλλη δεν ήξερα αν μπορούσα να εκτεθώ κι άλλο εκείνη τη στιγμή. Ας είναι, θα δώσω μια δεύτερη ευκαιρία και σ' αυτόν και στον εαυτό μου. Τον ευχαρίστησα κι αποχώρησα.
-Γ: Την επόμενη εβδομάδα ίδια ώρα και μέρα, έτσι;
-Α: Ναι γιατρέ, θα είμαι εδώ

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

4. Πρώτη επίσκεψη, συνέχεια

Το πρόσωπό μου άρχισε να ηρεμεί και να επανέρχεται σε ανέκφραστη κατάσταση μετά τα γέλια της εισαγωγικής μας συζήτησης. Κατάλαβα ότι μου άφησε μερικές στιγμές πριν αρχίσει να με ρωτάει και πάλι:
-Γ: Πείτε μου λοιπόν αν θέλετε, ποιος θεωρείτε ότι είναι ο λόγος που σας φέρνει εδώ;
-Α: Νομίζω γιατρέ ότι ο κύριος λόγος είναι ότι δεν εξωτερικεύω σωστά τα συναισθήματά μου, ότι αυτό που "βγάζω" προς τα έξω έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που νιώθω
 -Γ: Η αλήθεια είναι ότι θέτετε πολλά ζητήματα με μιας, όχι ότι αυτό είναι αθέμιτο, τουναντίον. Αλλά ας ξεκινήσουμε με τη σειρά: περιγράψτε μου τι θεωρείτε αντίθεση στην έκφραση σε σχέση με αυτό που νιώθετε
-Α: Ας πούμε μέσα μου πονάω κι αντί να το βγάλω με κλάμα μου βγαίνει αν όχι με γέλιο με χαμόγελο...
-Γ: Μάλιστα, να φανταστώ μιλάτε πάντα για συναισθηματικό πόνο, ας πούμε για μια απώλεια, είτε ανθρώπου είτε πράγματος, κι όχι για φυσικό όπως ένα χτύπημα
-Α: Σωστά, μα νόμιζα ότι το έκανα σαφές αρχικά
-Γ: Ξέρετε, καμιά φορά τα λόγια δεν δίνουν με ακρίβεια αυτό που θέλουμε να πούμε, το να είμαστε ξεκάθαροι από την αρχή και να αποκλείουμε πράγματα είναι σημαντικό για αυτό που κάνω, για αυτό που κάνουμε καλύτερα
-Α: Έχετε δίκιο, αλλά ας πούμε αν πονούσα από ένα χτύπημα ή άλλο φυσικό αίτιο και χαμογελούσα μάλλον θα ήμουν για εγκλεισμό γιατρέ μου, έτσι δεν είναι;
-Γ: (μπορεί και μειδιώντας) και πάλι όμως δεν θα είχατε πλήρη επίγνωση για αυτό που σας συμβαίνει και θα ήμουν εγώ ο αρμόδιος για να αποφασίσω κάτι τέτοιο, συνεχίστε όμως, από πότε αρχίσατε να το παρατηρείτε να σας συμβαίνει;
-Α: δεν είμαι σίγουρος, μάλλον αρκετά χρόνια πίσω πρέπει να πάω, τελικά αυτό με την αναδρομή στην παιδική ηλικία δεν είναι μόνο των ταινιών και των βιβλίων λοιπόν...
-Γ: Πιστεύω πως είναι αναγκαίο στην περίπτωσή σας, σας ακούω
-Α: Όσο κι αν προσπαθώ να το αποβάλλω για πολλούς λόγους, η πρώτη πολύ δυνατή μνήμη που έχω με ανάλογο συμβάν είναι γύρω στα πέντε μου. Ο αδελφός μου τότε ήταν εννιά. Μέναμε σε μια μονοκατοικία στον Περισσό κι απέναντι έμεναν η γιαγιά κι ο παππούς. Οι περισσότεροι συγγενείς - θείοι και πρώτα ξαδέλφια - έμεναν επίσης στη γειτονιά. Ήταν απόγευμα, μετά το μεσημεριανό φαγητό και την ανάλογη ξεκούραση, Άνοιξη αν θυμάμαι καλά, περίπου όπως τώρα. Με τον αδελφό μου να με κρατά από το χέρι στεκόμασταν στην άκρη του πεζοδρομίου, από την ανηφόρα φαινόταν να έρχεται ένα αυτοκίνητο...

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

3. Πρώτη επίσκεψη

Πέρασα στο γραφείο του Γ. με τέτοια αποφασιστικότητα που κι εμένα εκ των υστέρων εξέπληξε. Όμως πάντα έτσι αντιδρούσα, ήταν μέχρι να γίνει η αρχή, μετά ποιος με έπιανε. Περίμενα με ευγένεια μέχρι να μου υποδείξει το σημείο που θα καθίσω, μου έδειξε με το χέρι μια πολυθρόνα απέναντι από το γραφείο του, μια δερμάτινη κι όμως λιτή κατά τ' άλλα πολυθρόνα γυρισμένη περίπου 3/4 προς το μέρος του. Κάθισα λίγο διστακτικά προσπαθώντας να βρω μια βολική στάση κυρίως για τα πόδια μου. Ανέκαθεν κι εγώ κι άλλοι διασκέδαζαν με τον τρόπο που έβαζα τα πόδια μου όταν καθόμουν, διάβαζα, κι άλλες δραστηριότητες, άλλοτε τα μπέρδευα σε διπλό σταυροπόδι, άλλοτε έβγαζα το παπούτσι, τη σαγιονάρα ή ότι φορούσα και το έπαιζα με τα ακροδάχτυλα, κι ότι μπορεί να φανταστείτε. Αυτή τη φορά ο τρόπος καθίσματος θύμιζε άγαλμα Φαραώ, εντελώς όρθια η πλάτη και τα χέρια να ακουμπούν όλο τον κορμό και να καταλήγουν στους μηρούς με ανοιχτές τις παλάμες. Δεν γνώριζα τότε ότι πρόκειται για στάση αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής, ήρθε εντελώς αυθόρμητα, κάποιοι θα την έβλεπαν και σαν μαζεμένη και με δόση συστολής, αλλά όχι αυτός. Την κουβέντα μάλιστα άρχισε με αυτό ακριβώς το θέμα:
- Γ: Βλέπω, ότι κάθεστε σε μια άνετη προς εσάς στάση, θέλετε να ξεκινήσουμε;
- Α: Ναι καλό θα ήταν - κατόρθωσα να ψιθυρίσω, ενώ η καρδιά μου δεν είχε ακόμη επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς.
- Γ: Πείτε μου αν θέλετε πως κι αποφασίσατε να έρθετε εδώ, το συζητήσατε αρχικά με τους δικούς σας ή με κάποιον φίλο / συγγενή ίσως; (εδώ εντελώς στιγμιαία σκέφτηκα: ωχ, του το έχει εκμυστηρευτεί ο άντρας της ξαδέλφης μου;)
-Α: Όχι με κανέναν δε το συζήτησα, η απόφαση ήταν εντελώς προσωπική και το μόνο που ζήτησα ήταν από ένα "κοινό μας γνωστό" μια συμβουλή για το πόσο καλός είστε κι αν μπορώ να δω αποτελέσματα σε θεραπεία μαζί σας
-Γ: Μάλιστα, να υποθέσω ότι είστε ενήλικος και δεν χρειάζεται η συναίνεση των γονέων;
-Α: Σωστά, για την ακρίβεια έχω ψηφίσει κιόλας
-Γ: (για να σπάσει περισσότερο τον πάγο) Ελπίζω το θέμα μας να μην είναι η μεταμέλεια της ψήφου σας
-Α: (χαμογελώντας), όχι βέβαια, αν και μικρός θεωρώ ότι έχω ήδη μορφώσει γνώμη για την πολιτική μου προτίμηση, έχω περάσει κι από κόμματα κι από νεολαίες, οπότε αλλού μάλλον είναι το θέμα
-Γ: Σας ακούω λοιπόν

-Α: (ξεφυσώντας) πως θέλετε να αρχίσω; από την παιδική μου ηλικία;
-Γ: (χαμογελώντας) Αγαπητέ μου, ή έχετε διαβάσει Φρόυντ ή έχετε δει πολλές ταινίες του Γούντυ Άλλεν
-Α: (γελώντας κι εντελώς λυμένος πλέον) Κι από τα δύο γιατρέ μου, κι από τα δύο

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

2. Αναζήτηση

Είχα ακούσει από τον άντρα της ξαδέλφης μου για ένα ψυχοθεραπευτή (ακόμη δεν μπορούσα να διακρίνω τη διαφορά μεταξύ ψυχιάτρου και ψυχαναλυτή) ο οποίος ήταν πολύ καλός και τον είχε βοηθήσει αρκετά να ξεπεράσει διάφορα θέματα που τον απασχολούσαν. Μου ήταν ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να ψάξω από μόνος για να βρω τον κατάλληλο και παρότι με ομοιοπαθητικό είχα ξεπεράσει τις εφηβικές μου αλλεργίες, αρχικά ήθελα να δοκιμάσω την γνωστή οδό πριν περάσω σε εναλλακτικές μεθόδους. Ευτυχώς κάποια χρήματα που είχα αποκτήσει το προηγούμενο καλοκαίρι βάφοντας  σπίτια πλουσίων γειτόνων στο χωριό που ήταν το εξοχικό, μου έδιναν τη δυνατότητα να ξεκινήσω το εγχείρημα μου χωρίς να δώσω αφορμές στους δικούς μου. Όπως και να το κάνεις στα δεκαεννιά δεν μου ήταν εύκολο να το συζητήσω με τους γονείς μου αυτό. Ένιωθα ότι θα το περνούσα και τελικά ξεπερνούσα μόνος.
Έτσι αφού πρώτα έκλεισα ένα τηλεφωνικό ραντεβού, ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι ξεκίνησα να πάω στο γραφείο του Γ. κάπου στα Βόρεια Προάστια. Ένας κόμπος είχε δεθεί στο στομάχι , μου θύμιζε τον αντίστοιχο όταν έδινα πανελλαδικές εξετάσεις, άγχος μαζί με προσμονή μέχρι να μου δοθούν τα θέματα των εξετάσεων. Χτύπησα το κουδούνι του και μετά από μερικά δευτερόλεπτα (που μου φάνηκαν αιώνες) άνοιξε η πόρτα και βρέθηκα στον χώρο αναμονής. Είχα πάει 10 λεπτά νωρίτερα οπότε κάθισα σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και περίμενα να με καλέσει. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη και προσπαθούσα να διακρίνω κάτι από το χώρο. Το μόνο που έβλεπα ήταν μια σκούρα βιβλιοθήκη γεμάτη τόμους και βιβλία ενώ άκουγα στο βάθος μια πολύ μπάσα αλλά ταυτόχρονα και ήρεμη συμβουλευτική φωνή. Ο κόμπος από το στομάχι είχε περάσει στο διάφραγμα, σκέφτηκα προς στιγμή να φύγω, αλλά ούτε αυτό δεν είχα κουράγιο να κάνω, τα πόδια μου είχαν κολλήσει στο πάτωμα, τέτοια "γείωση" δεν μου είχε ξανατύχει. Η φωνή δεν ακουγόταν πια, κοίταξα το ρολόι μου (φορούσα ακόμη τότε, αρκετά χρόνια αργότερα την έκοψα εντελώς αυτή τη συνήθεια), σε 3 λεπτά κανονικά θα αρχίζαμε... Τον είδα να στέκεται στην βαριά δίφυλλη πόρτα, μου φάνηκε τεράστιος κι εγώ ένιωθα νάνος μπροστά του, μου είπε με την βαριά σταθερή φωνή του: παρότι λίγο νωρίτερα από το προβλεπόμενο, μπορείτε να περάσετε κύριε Α.

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

1. Παραδοχή

Χαμογέλασα αλλά μου βγήκε σαν μορφασμός πόνου στο πρόσωπο. Όσο κι αν εσωτερικά το διασκέδαζα εξωτερικά δεν μπορούσε να φανεί. Αυτή η διαφορά του μέσα με το έξω, του συναισθήματος με την αίσθηση, είχε αρχίσει να γίνεται δεύτερη φύση μου απ' ότι φαινόταν κι ήταν μόνο λίγες φευγαλέες στιγμές που μπορούσα να το βιώσω, να γίνει αντιληπτή ως συμπεριφορά. Δεν με ενοχλούσε πλέον, σαν όλες τις συνήθειες προσπαθούσα να το λανσάρω και στο υποσυνείδητο ώστε να μην είναι τόσο έντονη η κόντρα για μένα.
Βέβαια λόγω αυτής της αναποδιάς ο άλλος απέναντί μου δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς νιώθω, το να δείχνεις ότι πονάς ακούγοντας ένα ανέκδοτο ή να γελάς βλέποντας ένα τραγικό ή άσχημο γεγονός με έβγαζε ημίτρελο (μη σου πω θεότρελο) στα μάτια του. Στην κηδεία αγαπημένου προσώπου πρόσφατα είχα αυτό το χαμόγελο καρφωμένο κι όσοι δεν ήξεραν θεωρούσαν ότι ήμουν ο μεγαλύτερος εχθρός του θανόντος. Απ' ότι μου είπε κάποιος ειδικός μόνο η ταυτόχρονη βίωση δύο αντίθετων συναισθημάτων ταυτόχρονα θα μπορούσε να με επαναφέρει στην πρότερη (και αποδεκτή) ψυχοσωματική ισορροπία.
Έσπαγα το κεφάλι μου προσπαθώντας να δημιουργήσω μια τέτοια κατάσταση τεχνητά, αλλά από την άλλη πίστευα ότι θα ερχόταν από μόνη της όταν έφτανε το πλήρωμα του χρόνου. Όσο παράλογο κι αν ακουγόταν την ίδια ακριβώς στιγμή να νιώσεις καλά κι άσχημα, εγώ ήλπιζα ότι θα συμβεί και μάλιστα σύντομα.
Προσπαθώ να θυμηθώ πως ξεκίνησε αυτή η ιστορία, ποια ήταν η αφορμή, σε ποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ποιοι ήταν παρόντες, αλλά κι αυτό μου φαντάζει δύσκολο τώρα. Λες κι ήμουν πάντα έτσι, πιθανό γεννητικό πρόβλημα, γεγονός που συνέτεινε στην απόφασή μου να πάω σε έναν ειδικό, το μόνο στο οποίο δεν είχα καταλήξει ήταν αν θα ήταν της παραδοσιακής σχολής ψυχολογίας ή κάτι πιο εναλλακτικό.  

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Εισαγωγή

Κάποτε (21/1/08) σε ένα ιστολογικό παιχνίδι είχα παίξει με το παρακάτω ποίημα. Ανακάλυψα μέσω στατιστικών ότι σε 92 από τα post του άλλου μου blog υπάρχουν υστερόγραφα. Έτσι προκύπτει κι ο τίτλος αυτού του blog, θα προσπαθήσω να γράψω αλλιώς, περισσότερο να βγάλω τη συγγραφική μου τρέλα κι ότι ήθελε προκύψει. Τότε λοιπόν είχα γράψει τα παρακάτω:

Ούτως ή άλλως και για διάφορους λόγους έχω αναφερθεί πολλάκις εδώ μέσα σε αγαπημένους ποιητές κι έχω παραθέσει αποσπάσματά τους. Είναι ευκαιρία λοιπόν να σας αποκαλύψω γιατί έχω τρέλα με τα υστερόγραφα:Το ανακάλυψα τυχαία πριν καμιά 15αριά χρόνια, η αδυναμία στον Μανόλη Αναγνωστάκη ήταν δεδομένη, το παιχνίδι των υστερόγραφων μου θύμιζε προ εφηβικά χρόνια όταν με αγαπημένη φίλη - καθηγήτρια αρχαίων ελληνικών, ανταλλάσσαμε γράμματα (ναι, ήταν τρόπος επικοινωνίας κάποτε, τότε δεν υπήρχε η άνεση κινητών κι ακίνητων τηλεφώνων και sms, e-mail κλπ), αφήνοντας πάντα τη δύναμη και την ανατροπή σε αυτά τα σύντομα κειμενάκια της μιας γραμμής που μπορούσαν να αλλάξουν το νόημα όλου του προηγούμενου γράμματος. Ας παραθέσω λοιπόν κάποια από αυτά:

Δε θέλω να γνωρίσω πάρα πολύ τους ανθρώπους.

Όλα προς τι;

Ζήσαμε παιδικά χρόνια, νιότη - διαφορετικά.

Δεν ήταν δειλός γιατί είχε συναίσθηση της δειλίας του.

Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας.

Τα φτωχόπαιδα που έγιναν αφεντικά.

Έρωτας: όσο υπάρχουν το άγνωστο και οι αυταπάτες.

Ήξερε πως δεν είχε πεθάνει αλλά δεν επρόκειτο ποτέ να την ξαναδεί.

Παλιούς σου φίλους που τους βλέπεις με συγκίνηση - παλιούς σου έρωτες με αποστροφή.

Όλοι κομπλεξικοί με το ήθος.

Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει - τώρα έπαιζε την παράταση.

Δεν φοβόταν το θάνατο - τουλάχιστον το θάνατο των άλλων.

Μιλούσε συνεχώς με παρενθέσεις και αποσιωπητικά, σαν τυφλός που βάδιζε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο έπιπλα.

(Γηράσκω αεί αναθεωρών)

Αγαπούσε ακόμη και τον αριθμό του τηλεφώνου της.

Δεν υπάρχει πνευματικός ηρωισμός.

Επισκευαστής αναμνήσεων.

... Και ποτέ μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι. (Δε θέλει παρά ένα βηματάκι να το σκεφτούν οι άλλοι για σένα.)

Έλπιζες από απελπισία.

Το ενοχλητικότερο ήταν πως επέμενε να γράφει την αλήθεια με άλφα κεφαλαίο.

Οι τίτλοι στα περιεχόμενα άμα τους διάβαζες στη σειρά, φτιάχναν ένα καινούργιο ποίημα - το πιο όμορφο ποίημα, χωρίς λόγια περιττά, χωρίς φιλολογία, χωρίς φτιασίδια.

Ο σπαραγμός της κοινοτυπίας.

Οι ίδιες λέξεις που λέμε όλοι.

Περιθώριο στο "Περιθώριο".

Προσπαθούσε να σε πείσει πως όλα είχαν αλλάξει, όμως εσύ τα 'βλεπες γύρω σου απελπιστικά όμοια.

Εμένα θα μου άρεσε με μια μουσική υπόκρουση, είπες, όπου θα καθόριζες εσύ τα κενά της σιωπής.

Όμως ποτέ δε θα μου εξηγήσεις το πως και το γιατί.

Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά...

Υ.Γ.: σε πολύ λίγο θα αρχίσει κάτι που δεν ξέρω ούτε πότε ούτε πως θα ολοκληρωθεί